- συνεισβάλλειν
- συνεισβάλλωmake an inroad intopres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεισβάλλω — ΝΑ [εἰσβάλλω] κάνω εισβολή, εισβάλλω σε χώρα μαζί με άλλον («συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων», Ξεν.) αρχ. 1. συνεπιτίθεμαι 2. εισέρχομαι μαζί με κάποιον 3. ιατρ. (για σύμπτωμα) εμφανίζομαι συγχρόνως με κάτι… … Dictionary of Greek